φόρα

φόρα
(I)
Ν
επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ' άπλυτα στη φόρα» — αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα
β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» — έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. φόρος)].
————————
(II)
η, Ν
1. ορμή, δύναμη (α. «φυσάει τ' αεράκι μ' ανάλαφρη φόρα», Μαβίλ.
β. «έπεσε πάνω του με φόρα»)
2. (ιδίως σχετικά με αθλητή) προπαρασκευαστική κίνηση για ρίψη ακοντίου ή σφαίρας ή για άλμα, παλμός («πήρε πολλή φόρα και έριξε το ακόντιο πολύ μακριά»)
3. φρ. «πήρε φόρα» — λέγεται γι' αυτόν που μιλάει ακατάσχετα ή κάνει κάτι άλλο χωρίς να σταματά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορά, με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φορά — φορά̱ , φορά an act fem nom/voc/acc dual φορά̱ , φορά an act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοράς fruitful fem voc sg φορός bearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορᾷ — φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • φορά — η 1. γρήγορη, ορμητική κίνηση, ορμή. 2. η φόρα (βλ. λ.): Άλμα χωρίς φορά. 3. η κατεύθυνση της κίνησης, η διεύθυνση του πράγματος που κινείται: Η φορά του ρεύματος. 4. περίπτωση ή κατάσταση σε συνδυασμό με χρονική έννοια, χρονική περίοδος, στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φόρα — η 1. φορά, ορμή, δύναμη: Έπεσε πάνω μου με φόρα. 2. η προπαρασκευαστική κίνηση για άλμα ή ρίψη, ο παλμός: Πήρε φόρα και πήδηξε το χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶ — φορεύς bearer masc acc sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρα — φόρον forum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συ(μ)φορά — η 1. μεγάλο δυστύχημα: Τον έπληξε με μεγάλη συμφορά. 2. (ως επιφών.) «συφορά μας», αλίμονό μας· «συφορά του», τρομάρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορᾶι — φορᾷ , φορά an act fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοράν — φορά̱ν , φορά an act fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”